- περίκομος
- περί-κομος, rings herum behaart, belaubt
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
περίκομος — covered all over with leaves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περίκομος — ον, Α 1. αυτός που έχει μαλλιά σε όλες τις πλευρές, παντού 2. (για φυτά) καλυμμένος από παντού με φύλλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κομος (< κόμη), πρβλ. καλλί κομος] … Dictionary of Greek
περίκομον — περίκομος covered all over with leaves masc/fem acc sg περίκομος covered all over with leaves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek